- βολτάρω
- αμετ. прогуливаться, совершать прогулку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βολτάρω — βολτάρω, βόλταρα και βολτάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βολτάρω — κάνω βόλτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. voltare «γυρίζω, στρέφω»] … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek